Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπὶ σμικρόν

См. также в других словарях:

  • υπονοώ — ὑπονοῶ, έω, ΝΑ [νοῶ] νεοελλ. 1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως») 2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος 3. (το ουδ. μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • DIELCYSTINDA — exercitationis apud Vett. genus, quod Ludum distractorum Mercurial. vocat. Eius meminit Iul. Pollux his verbis: Η῾ δὲ Διελκυςτίνδα παίζεται μεν` ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ εν ταῖς παλαίςτραις, οὐ μεν` ἀλλὰ καὶ ἀλλαχόθι. Δύο δὲ μοῖραι παίδων εἰσὶν ἕλκουσαι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • προσδιδάσκω — Α διδάσκω κάποιον επί πλέον («σμικρὸν τοίνυν με... ἔτι προσδίδαξον», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»